- διστάσει
- διστάζωdoubtaor subj act 3rd sg (epic)διστάζωdoubtfut ind mid 2nd sgδιστάζωdoubtfut ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Γρηγόριος της Τουρ — (538 – 594 μ.Χ.). Γάλλος επίσκοπος και ιστοριογράφος. Αγωνίστηκε με ζήλο για την προστασία των δικαιωμάτων της Εκκλησίας και κυρίως εκείνου της παροχής άσυλου, χωρίς να διστάσει να εναντιωθεί ακόμη και στον ίδιο τον βασιλιά Χιλπέριχο. Όταν ο… … Dictionary of Greek
Κλαρκ, Έντουαρντ Ντάνιελ — (Edward Daniel Clark, 1769 – 1822). Άγγλος ορυκτολόγος και εξερευνητής. Σπούδασε ορυκτολογία στο Κέιμπριτζ. Το 1794 περιηγήθηκε διάφορες χώρες της Ευρώπης. Επισκέφθηκε την Ιταλία και την Ελβετία και, όταν επέστρεψε στην Αγγλία, δημοσίευσε μια… … Dictionary of Greek
Σκόμπι, Ρόναλντ Μακένζι — (Scobie). Άγγλος στρατιωτικός, που γεννήθηκε το 1893. Λοχαγός στον A’ Παγκόσμιο πόλεμο, πήρε μέρος και στο B’ και έφτασε ως το βαθμό του υποστράτηγου. Διοικητής της Μάλτας (1942), πολέμησε αργότερα στη Μέση Ανατολή. Το 1944 αποβιβάστηκε στην… … Dictionary of Greek
Φαρνέζε — (Farnese). Επώνυμο ηγεμονικής οικογένειας της Ιταλίας, που διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο στα πολιτικά και στρατιωτικά πράγματα της χώρας. 1. Πέτρος Λουδοβίκος (1503 – 1547). Νομιμοποιημένος, φυσικός γιος του πάπα Παύλου Γ’· από το 1545 ήταν ηγεμόνας … Dictionary of Greek